Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008


Αμέσως με το τέλος του μαθήματος ζήτησε απ' τον καθηγητή του πέντε λεπτά.Χωρίς να χάνει στιγμή με ατάραχη και ήρεμη τη φωνή,του ζήτησε αν:"Μπορείτε να μου μεταφράσετε..." κτλ κτλ.Δεν ήθελε να δείξει ούτε για μια στιγμή την αγωνία αλλά ούτε και το πόσο σημαντικό ήταν γι αυτόν το συγκεκριμένο ζήτημα.Δεν ήθελε να δώσει καμία απολύτως εξήγηση για το τι και το πώς.Δεν ήθελε να φανταστεί τον εαυτό του να περιγράφει σ' ένα ξένο,τι άλλο θα μπορούσε να ήταν ένας καθηγητής προς έναν μαθητή γυμνασίου,αυτό που ο ίδιος φύλαγε κρυφό ακόμη κι από τους φίλους του.Είναι σ' αυτές τις ηλικίες εξάλλου όπου τα ενδιαφέροντα του εφήβου θα πρέπει να αναλώνονται στα πρώτα σκιρτήματα,στα πρώτα κελεύσματα σ' αυτό που η κοινωνία αύριο μεθαύριο θα ονομάσει ένα καθώς πρέπει "παλικάρι" ένας καθώς πρέπει "άντρας".Όλ' αυτά τον εμπόδιζαν ή ακόμη χειρότερα του απαγόρευαν να εκφραστεί,και κανένας δεν ήταν υπεράνω υποψίας στο μυαλό του.

Μέχρι το τέλος της ημέρας ο κ.Χένρι,αφού έψαξε αρκετά,βρήκε τελικά σ' ένα παλιό λεξικό,έγραψε σ' ένα χαρτί κι έδωσε στον Στεφάν την μετάφραση.Μόλις το πήρε στα χέρια του,ευχαρίστησε τον κ.Χένρι άνευρα και επιπόλαια αφού δεν μπορούσε,και να το ήθελε,να ήταν πιο "ζεστός".Όλη η ενέργειά του μεταφέρθηκε στις ρώγες των δακτύλων του εκεί από όπου κρατούσε το χαρτί.Ένιωθε αδύναμος και ταυτόχρονα για μια τρομακτική στιγμή ένιωσε να αδειάζει από μέσα,σαν να ετοιμαζόταν να 'ρθει αντιμέτωπος με τους πιο σκοτεινούς του φόβους.Χωρίς δεύτερη σκέψη το διπλώνει και το βάζει στην τσέπη.Απάντησε πως θα πήγαινε σπίτι να το διαβάσει και αν είχε καμία απορία θα την έκανε αύριο,αποφεύγοντας και πάλι με περίτεχνο τρόπο να εμπλακεί στην όποια συζήτηση.

Η επιστροφή σπίτι ήταν κάθε μέρα μια ιεροτελεστία.Υπήρχαν μερικά στερεότυπα που με ευλάβεια επαναλαμβάνονταν καθημερινά.Η στάση στο περίπτερο για καραμέλες,το ίδιο μονοπάτι,ο ίδιος αριθμός βημάτων(!) μέχρι το σπίτι,το ίδιο "γεια σας" στην γιαγιούλα που έπλεκε ακούραστα στον ίσκιο της κληματαριάς.Εκείνη την ημέρα τίποτα απ' όλα αυτά δεν τηρήθηκαν.Το μυαλό του,οι σκέψεις του δεν λειτουργούσαν όπως κάθε μέρα.Είχαν αναλωθεί σαν σπονδή στον "Θεό" της αγωνίας.Αυτή εξάλλου ήταν που δεν τον άφηνε να ησυχάσει εδώ και αρκετό καιρό.

Χωρίς να μπορεί να ανακαλέσει το πώς εκείνη την ημέρα έφθασε σπίτι,θεωρούσε πολύ πιθανό όμως να μην «σεβάστηκε» καμία από τις καθημερινές του συνήθειες,βρέθηκε να κάθεται στο γραφείο του,εκεί που τον τελευταίο καιρό είχε ξοδέψει αρκετό χρόνο σε σκέψεις,όνειρα και βιβλία,κι ετοιμαζόταν να ξεδιπλώσει και να διαβάσει το χαρτάκι λύνοντας επιτέλους το μυστήριο-μαρτύριο των τελευταίων ετών.Με μια σπασμωδική κίνηση το παίρνει απ την τσέπη,παίρνει μια βαθιά αναπνοή και ξεκίνα να σχηματίζει στα χείλια του σίγα σιγά μια μια τις λέξεις:"Στο σημείο εκείνο που δεν θ' αξίζεις τίποτα,είναι σ' αυτό το σημείο που δεν θα ΄χεις ανάγκη από τίποτα"...
Μια παύση ακολούθησε την πρώτη ανάγνωση,μετά ακολούθησε δεύτερη,τρίτη ίσως και τέταρτη.Πριν ξεκινήσει την διαδικασία κατανόησης αφέθηκε στα συναισθήματα που τον κατέκλυσαν.Ηρεμία,ησυχία,γαλήνη έτσι όπως ένιωθε όταν κολυμπούσε κάθε πρωί στην καλοκαιρινή,σαν λάδι,θάλασσα.Τα επόμενα λίγα λεπτά συγκεντρώθηκε στο νόημα των λέξεων,στο νόημα που δεν έβγαζε και στο νόημα που προσπαθούσε να βγάλει.Όλα ωραία,όλα όμορφα!

Εξάλλου ήταν μόλις 13 χρονών.Μπροστά του θα ΄χει αρκετά χρόνια για να το σκεφτεί καλύτερα και σίγουρα πολύ περισσότερα απ΄ όσα θα είχαμε ποτέ όλοι εμείς.Άλλοι τον είπαν τυχερό,άλλοι τον είπαν βιαστικό άλλοι δεν ήθελαν καν να σχολιάσουν.Εμείς προσπαθήσαμε αλλά δεν καταλήξαμε..εκείνη την στιγμή ακριβώς απ΄το βάθος ακούστηκε μια φωνή "Cogito ergo sum!!!"

Όλοι χαμογέλασαν αφού όλοι κατάλαβαν.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008



...Ubi nihil vales, ibi nihil velis
Ο Στεφάν το θυμόταν αυτό σαν χθες.Θυμόταν πόσο τρομερή εντύπωση του είχε αφήσει όταν το πρωτοδιάβασε στον τοίχο στο στενό δρομάκι πίσω απ' το σπίτι του.Δεν το είχε προσέξει απ' την αρχή επειδή η αγαπημένη συκιά του μπαμπά δεν άφηνε και πολλά να φανούν, πέρα απ' αυτή.
Φυσικά δεν καταλάβαινε ούτε λέξη απ' αυτό που διάβαζε-ίσως μοναχά το "vales" αφού πίστευε πως ήταν ένας καινούργιος τύπος κλίσης του ρήματος "βάζω"- αλλά πάντα κάθε φορά που το σχημάτιζε στα χείλη του,πηγαίνοντας το πρωί στο σχολείο,ένιωθε ένα περίεργο συναίσθημα.Στην αρχή δεν μπορούσε να το περιγράψει,φυσικό εξάλλου ήταν,απλά το ένιωθε εκεί,σαν κόμπος,σαν ρίγος,σαν κάτι ξένο που τον απειλεί.Μετά από χρόνια θυμάται ότι ξεκίνησε να κολλάει λέξεις που έμοιαζαν με σκαλιά.Κάθε μια λέξη ακόμη ένα σκαλί πιο κοντά στο να καταφέρει την περιγραφή.
Φόβος,αγωνία,ένταση,έλξη,συγκλονισμός,πάθος ήταν μερικές απ' αυτές.Το γιατί ήθελε να το περιγράψει ούτε ο ίδιος δεν το 'χει ακόμη καταλάβει.
Σίγουρα όμως ό,τι περιγράφεται,ό,τι αποκτά "όνομα" και ό,τι τελικά νοηματοδοτείται ξεγυμνώνεται από παρανοήσεις, προκαταλήψεις και μένει καθαρό μπροστά στα μάτια και μπροστά στο νου χωρίς το φόβο και την ένταση που προηγουμένως το συνόδευαν.Με βεβαιότητα δεν μπορούμε να μιλήσουμε,αλλά αν θεωρήσουμε δεδομένο το ανήσυχο του πνεύματός του και την λαιμαργία του να τα "μάθει όλα" μπορούμε με μεγάλη πιθανότητα να πούμε πως αυτός ήταν και ο κύριος λόγος αυτής της περιγραφικής του εμμονής.
Όταν είχε πλέον φθάσει γυμνάσιο πίστευε πως ήρθε ο καιρός να βρει την λύση ή καλύτερα την μετάφραση στον γρίφο που εδώ και αρκετά χρόνια του είχε στερήσει αρκετές ώρες βραδινού ύπνου.Θα μπορούσε,ως απορία,να ειπωθεί εδώ πώς και τόσα χρόνια δεν βρήκε κάποιο λεξικό να τον βοηθήσει.Στο χωριό που έμενε,υπήρχαν πολλά και διάφορα πράγματα να ασχοληθείς,με την σφεντόνα,με το κοτέτσι,με τις ελιές,με την μπάλα..Βιβλιοθήκη να διαβάσεις και να βρεις βιβλία κι ιδιαίτερα ένα λατινικό λεξικό λίγο δύσκολο.
Ένα πρωινό,απ' αυτά που είναι πιο εύκολο να σηκώσεις το βάρος του κόσμου όλου με το ένα χέρι παρά να σηκωθείς απ' το κρεβάτι,αποφάσισε να μαζέψει τις σκέψεις του, να μαζέψει το μυαλό του και με παρρησία και τόλμη να κάνει την κρίσιμη,ίσως την πιο σημαντική μέχρι εκείνη την στιγμή,ερώτηση της ζωής του στον καθηγητή των αρχαίων-λατινικά εξάλλου δεν έκαναν-αφού εκείνη την ημέρα το πρόγραμμα έλεγε τρεις ώρες απ' αυτό το μαρτύριο!

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008


αυτόματη γραφή δεν ήθελες;..πάρε να χεις!Τι να σου πω βρε σαχλέ ανόητε θεατρίνε!

τίποτα δεν θέλω να μου πεις,τίποτα δεν θέλω ν ακούσω..αλλά θα συνεχίσεις να μου μιλάς είμαι σίγουρος..κ γω θα συνεχίσω να σ αγαπώ,τώρα που να είσαι τι να κάνεις..μάλλον δεν θέλεις να ξέρεις,άρα δεν θέλεις να ακούσεις εεε;;;Δεν είχα δίκαιο την πρώτη φορά;Είχα!!δεν είχα δίκαιο την δεύτερη φορά;;Είχα!!και τι κατάλαβα...δίκαιο,να είσαι δίκαιος, να μην είσαι εσύ αλλά κάποιος άλλος,να μην είμαι εγώ αλλά να είμαι εσύ...τι χαρά,τι σκατά...γιατί δεν σταματά,μάλλον επειδή δεν ξεκίνησε ποτέ!

χεχεχε όμορφος,σπουδαίος,σεβάσμιος,στραβός σαν τον γιαλό,στραβός σαν την κούρβα..και έλεγα θα ήταν ακόμη μια όμορφη νύχτα...μπα!

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008


Στίξη: Τι όμορφος ο νήλιος εκεί πάνω!
Τι όμορφα μας βλέπει!
Τι όμορφα χαϊδεύει!
Και όλη αυτή η απλοχεριά για τι;

Αντίστιξη:
Χαϊδεύει και μας σκουντάει με το άλλο
Βλέπει και μας στραβώνει από πάντα
Πού την είδες την απλοχεριά;

Τι πανέμορφος ο νήλιος εκεί πάνω!

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008


Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο κ.Άρις είχε κυριαρχήσει στις σκέψεις και στις ψυχές όλων σχεδόν των συναδέλφων του.Ο ίδιος δεν το επεδίωκε αλλά εκ των υστέρων δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν τον άφηνε ικανοποιημένο αυτή η "επικυριαρχία".Δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κανείς,πόσο μάλλον ο Αριστόδημος που πάλευε μια ζωή μεταξύ του "κανενός" και του "ενός",πως οι ιστορίες του,η εξιδανίκευση δηλαδή και η ωραιοποίηση μιας μέτριας "σονάτας" θα γινόταν το τραγούδι των Σειρήνων και το οξυγόνο στον αέρα πολλών.

Αρχές Ιουλίου,όπως προστάζει και η εποχή εξάλλου,ο κ.Άρις ξεκίνησε να εξιστορεί την γνωστή πλέον ιστορία για πολλούς με τη θάλασσα,τον απόμερο κόλπο με τις χελώνες και την διάσωση της κοπελιάς με την ωραία μυρωδιά.Η μεγάλη μαγεία ήταν πως κάθε χρόνο αυτή η ιστορία γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρουσα γι αυτό και φυσιολογικά κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι την επέλεγαν ως την αγαπημένη τους.

Φέτος τον Ιούλιο αποφάσισε να την περιγράψει όπως ακριβώς την είχε ζήσει.Κανείς εξάλλου δεν ήξερε την αλήθεια γι αυτό την άλλαζε όπως τον βόλευε χωρίς κανένας να καταλάβει το παραμικρό.

"...Μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο τρομαγμένος όπως ήμουν ξεκίνησα να τρέχω χωρίς να βλέπω πίσω.Ήξερα πως θα μπορούσα να έκανα κάτι,η δειλία όμως δεν μ' άφησε να σκεφτώ λογικά.Από τότε έμεινε καρφωμένη η εικόνα της στο μυαλό μου.Να φωνάζει,να κλαίει, να παρακαλάει κι εγώ «ανήμπορος» να τρέχω.Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε,ελπίζω να τα κατάφερε".

Ο Μιχαλάκης όσο άκουγε την ιστορία, ξεκινούσαν στο μυαλό του να γυροφέρνουν κάτι εικόνες απ' τα παλιά.Ξανάκουγε τον μπάρμπα-Θωμά να του μιλάει για την μάνα του.Για τον κόλπο με τις χελώνες,για το άψυχο κορμί της που το είχε ξεβράσει το κύμα,για τα μάτια της που έμειναν ανοικτά, παγωμένα-να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν.

Στην αρχή δεν έδωσε σημασία."Σύμπτωση θα είναι" σκεφτόταν.Μέχρι λίγο πριν να τελειώσει ο κ.Άρις ήταν σίγουρος ότι ήταν τυχαία η ομοιότητα.Το τέλος της ιστορίας όμως τον βρήκε σχεδόν απροετοίμαστο.Ένας κεραυνός,μια αστραπή τον είχε διαπεράσει μουδιάζοντας όλο του το κορμί.Μια λέξη τον χτύπησε,όπως χτυπάει η μπουλντόζα το χαμόσπιτο,και τον έκανε κομμάτια.Το σημάδι στο πρόσωπο,η χαρακιά από μαχαίρι,κάτω από το δεξί μάτι ήταν κάτι που είχε ξεχάσει.Δεν μπορούσε να σκεφτεί κανένα μαθηματικό συλλογισμό που να δικαιολογεί τις τόσες συμπτώσεις.Το συμπέρασμα τρομακτικό.Πιο τρομακτικές οι σκέψεις όμως που το ακολούθησαν...

Το βράδυ λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος,εκεί που όλοι σκεφτόμαστε την μέρα που μόλις μας άφησε-εκεί που βρίζουμε γι αυτά που δεν κάναμε και γι αυτά που δεν είπαμε συνήθως-,μια μια οι εικόνες Της τον κατέκλυσαν.Η ψυχή του όσο φωτεινή κι όσο ξέγνοιαστη ήταν,σε άλλο τόσο σκοτεινή και κηλιδωμένη μεταλλασσόταν.Ένα τεράστιο βάρος τον είχε γονατίσει,τον έκανε να νιώθει,ξαπλωμένος όπως ήταν,πως βρισκόταν αρκετούς πόντους μέσα στο κρεβάτι.Η απόφαση που έπρεπε να πάρει την ήξερε.Μια στιγμή χρειάστηκε μόνο για να την "επικυρώσει".Η επόμενη μέρα ήταν λίγες ώρες μακριά..και κοιμήθηκε ήσυχος,έτσι όπως έπρεπε να κοιμηθεί.

Το μόνο που έμεινε να περιγράφεται από την επόμενη μέρα είναι η αποφασιστικότητα του Μιχαλάκη και η ηρεμία στο βλέμμα του καθώς βύθιζε σιγά σιγά το μαχαίρι στην καρδιά του κ.Άρι.Αυτό που έκανε τρομακτική εντύπωση όμως είναι ότι το ίδιο βλέμμα το είχε ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του κι ο κ.Άρις.Σαν να το περίμενε θα έλεγε κανείς...

Την στιγμή πριν ξεψυχήσει,ψέλλισε τα τελευταία του λόγια μ' ένα περίεργο τόνο αδικαιολόγητης(;) ικανοποίησης "Au-rora Bor-eali-s κα-ι το τ-έλος το-υ γλυ-κού σκοτ-αδι-ού".Κανείς δεν κατάλαβε τι εννοούσε.Ο μόνος που θα μπορούσε ίσως να τους βοηθήσει κειτόταν δίπλα του νεκρός.Κάποιος τον είχε πετύχει στο κεφάλι με μια τεράστια πέτρα.Έσβησε ακαριαία.

Φεύγοντας από το εργοστάσιο εκείνη την μέρα οι εργάτες ένιωθαν σαν να άφηναν πίσω τους μια πατρίδα που δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά.Σκυφτοί,προβληματισμένοι μ' ένα τσιγάρο στο στόμα και με αργό βηματισμό επέστρεφαν στα σπίτια τους.Σε πολλούς μπήκε η ιδέα να φύγουν,άλλοι το ξέχασαν μόλις πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού τους.

Το επόμενο πρωί όλοι ήτανε στα πόστα τους.Όλοι εκτός από δύο.

Ο κ.Άρις και ο Μιχαλάκης ο "παστός".

GreekBloggers.com ��������� ��� �������� blogs.
 

blogger templates | Make Money Online