Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008
Μετά το τρίτο ή δεύτερο ποτήρι,δε πολυθυμόταν,ένιωθε να βυθίζεται στα σκοτεινά της ψυχής του.Τα χείλια του τα ένιωθε στιφνά και μουδιασμένα,παρακολουθούσε τα χέρια του σαν να ήταν κάποιου άλλου και ήταν σίγουρος πως έμπαζε από κάπου το δωμάτιο αφού ένιωθε ένα ρίγος να κατεβαίνει στη ραχοκοκκαλιά του.
Ένα άγχος ξεκίνησε να τον κυριεύει ίσως επειδή ήταν σίγουρος πως ήταν πολύ κοντά σε απαντήσεις,κόντα στο ξεπαρθένιασμα- και στην αιώνια αιμορραγία που ακολουθεί- και την αποκάλυψη των βολικών "μυστηρίων" με τα οποία βαυκάλιζε τον εαυτό του από τόσο καιρό-όσο μπορούσε να θυμηθεί.
Τι σήμαιναν όλ' αυτά σήμερα;Πώς μπορούσε να εξηγήσει το τρομακτικό του οικείου;Το τρομερό της στιγμής;Πώς έφθασε μέχρι εδώ;...
Άναψε το δεύτερο τσιγάρο,γι αυτό ήταν σίγουρος, κατέβασε την πρώτη τζούρα με λαιμαργία και πνίγηκε."Ευτυχώς,είμαι ακόμη ζωντανός" ήταν η πρώτη του σκέψη και συνέχισε.
Στην αρχή πίστεψε πως οι απαντήσεις θα ήταν πολύπλοκες,συγχισμένες, χαμένες στην μετάφραση,όπως στην ταινία.Τη στιγμή που ξεκίνησαν οι σκέψεις να ξεκαθαρίζουν τα πάντα απλοποιήθηκαν.
Η αγωνία είναι φως,κάποιος κάποτε έγραψε,τώρα πλέον είναι σίγουρος.Ένα βαθύ,ζεστό,μαγευτικό φως στο οποίο η μόνη απάντηση είναι το πλήρες δώσιμο, η πλήρης χειραφέτηση των αναστολών.
Ποιές λέξεις θα επενδύσουν αυτό το φως ακόμη δεν ήταν σίγουρος.Ίσως μια από τις απαντήσεις να ήταν κι αυτό.Το πλούσιο όλων των λέξεων δεν μπορεί να φτάσει το πιό φτωχο των σκέψεων.
Καθώς περνούσαν οι στιγμές και το βράδυ γινόταν πιο πηχτό το μυαλό του ησύχαζε.Το γεγονός πως δεν μπόρεσε να βρει καμία λύση αντί να τον πνίξει τον απελευθέρωσε.Η λύση βρίσκεται στη μη λύση,στην αναζήτηση και στη σύγκρουση.Αμέσως έφερε στην σκέψη του βιβλία,απ' αυτά που διάβαζε σαν φοιτητής,απ' αυτά που τον είχαν οδηγήσει στους δρόμους μιας διαφορετικής σύγκρουσης,ίσως της πρώτης που είχε ποτέ ζήσει.
Έτσι, μ ΄αυτό τον τρόπο, ταξιδεύοντας άφησε το βράδυ να ξεθυμάνει μέχρι το πρωί.Τα ξύλα στο τζάκι είχαν καταλυθεί,λίγες στάχτες έμειναν να μαρτυρούν την παρουσία τους.
Με δισταχτικές κινήσεις άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του.Προσπάθησε,για μια στιγμή να θυμηθεί πότε τον πήρε ο ύπνος αλλά μάταια.
Στο πάνω σπίτι ακούγονταν αμυδροί ήχοι από τα παιχνίδια των παιδιών των γειτόνων και πνιγμένοι γδούποι που ταξίδευαν μέσα από τους τοίχους.Ήχοι που μαρτυρούσαν πως η ζωή συνεχίζεται,ακόμη και μετά το ψεσινό...ευτυχώς!
Καθώς κατέβαζε την πρώτη γουλιά του πρωινού καφέ ένιωσε μια γλυκιά νοσταλγία.Αυτή τελικά ήταν και η απάντηση που γύρευε.Η γλυκιά νοσταλγία της ζωής που ξέχασε πως βιώνεται,που αφέθηκε να ξεχάσει,που εκβιάστηκε να την ξεχάσει.
"Ο άνθρωπος είναι η απάντηση σε κάθε ερώτηση..."Αυτό του φώναξε ο προσωπικός του Δαυίδ,αφήνοντας τον Γολιάθ του να ζήσει.
Σιγά μην του έκανε την χάρη να τον σκοτώσει!!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου